- ὀπτανόμενος
- ὀπτάζομαιto be seenpres part pass masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οπτάνομαι — ὀπτάνομαι (ΑΜ) γίνομαι ορατός, οπτάζομαι* αρχ. παρουσιάζομαι ενώπιον κάποιου, εμφανίζομαι μπρος στα μάτια κάποιου («παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα... δι ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῑς», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτός (Ι) «ορατός», πιθ. κατά το αἰσθ… … Dictionary of Greek